-
1 μετέωρος
A raised from off the ground,τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187
;σκέλεα δὲ.. κατακρέμαται μ. Id.4.72
;μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
; πῆχυς μ. an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; -ότερος.. τῶν σαύρων raised higher than.., above.., of the chamaeleon, Arist.HA 503a21; of high ground,τῶν χωρίωντὰ-ότατα Th.4.32
; ἀπὸ τοῦ μ. ib. 128, cf. D.55.29 ([comp] Comp.); χωρία νέμεσθαι -ότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA 596b4;τὰ -ότατα μέρη Protagorid.4
; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.2 on the surface,ἀπὸ τοῦ -οτάτου IG22.1668.8
: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr.HP3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μ. superficial pains, Hp.Aph.6.7;τομαί Id.Loc.Hom.13
; πνεῦμα μ. shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; - ότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).II = μετάρσιος, in mid-air, high in air,ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94
;ἆραί τινα μ. Ar.Eq. 1362
;μ. αἴρεσθαι Id. Pax80
; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu. 264;ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207
; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av. 818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht. 175d; of birds,μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA 714a21
; of fish,μ. πέτεσθαι Id.HA 535b28
; μ. νεῖν swim near the surface, ib. 602b22; τὰ μ. things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μ. πράγματα, says Socrates, Ar.Nu. 228, cf. 1284; τὰ μ. φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap. 18b;ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b
;τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap. 23d
, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: [comp] Comp., οἶσθα -ότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. -ως Philostr.VA4.21.2 on the high sea, of ships,καθορῶσι τὰς.. ναῦς μ. Th.1.48
;αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26
;μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10
; of persons,ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71
;μ. πλεῖν Str.2.3.4
.3 of a horse, high-stepping,πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1
.4 generally, unsettled, fermenting, undigested,μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19
; inflated,ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73
.III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense,Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8
;μετεώρῳ <τῇ> πόλει κινδυνεύειν Id.6.10
;μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6
, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for.., Id.5.101.2;πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1
; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15;μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75
, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28;γαῦρος καὶ μ. Luc.Nigr.5
; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μ. καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.2 of conditions, uncertain,τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122
;ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4
; unsettled,χρόνος μ. καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28
, cf. 33. Adv. - ρως, ἔχειν Plu.Cim.13
.3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending,δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9
(Samos, iii B.C.);μ. οἰκονομίαι POxy.238.1
(i A.D.), cf.PFay.116.12 (ii A.D.); ; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέωρος
См. также в других словарях:
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek